ξεσπιτίζω
Смотреть что такое "ξεσπιτίζω" в других словарях:
ξεσπιτίζω — 1. ξεσπιτώνω 2. ζω επί μεγαλύτερο από το συνηθισμένο χρονικό διάστημα μακριά από το σπίτι μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σπίτι] … Dictionary of Greek
ξεσπίτισμα — το [ξεσπιτίζω] 1. η εκδίωξη από το σπίτι, η στέρηση κατοικίας 2. το να βγαίνει και να ζει κανείς επί μεγάλο χρονικό διάστημα μακριά από το σπίτι του … Dictionary of Greek