ξεσπιτίζω

ξεσπιτίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξεσπιτίζω" в других словарях:

  • ξεσπιτίζω — 1. ξεσπιτώνω 2. ζω επί μεγαλύτερο από το συνηθισμένο χρονικό διάστημα μακριά από το σπίτι μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σπίτι] …   Dictionary of Greek

  • ξεσπίτισμα — το [ξεσπιτίζω] 1. η εκδίωξη από το σπίτι, η στέρηση κατοικίας 2. το να βγαίνει και να ζει κανείς επί μεγάλο χρονικό διάστημα μακριά από το σπίτι του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»